εἰσπραττόμενα

εἰσπραττόμενα
εἰσπράσσω
get in
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic)
εἰσπρᾱττόμενα , εἰσπράσσω
get in
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εἰσπραττομένας — εἰσπραττομένᾱς , εἰσπράσσω get in pres part mp fem acc pl (attic) εἰσπραττομένᾱς , εἰσπράσσω get in pres part mp fem gen sg (attic doric aeolic) εἰσπρᾱττομένᾱς , εἰσπράσσω get in pres part mp fem acc pl (attic) εἰσπρᾱττομένᾱς , εἰσπράσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπραττόμεν' — εἰσπραττόμενα , εἰσπράσσω get in pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) εἰσπρᾱττόμενα , εἰσπράσσω get in pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) εἰσπραττόμενε , εἰσπράσσω get in pres part mp masc voc sg (attic) εἰσπρᾱττόμενε , εἰσπράσσω get… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”